Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Συνελήφθησαν 3 ημεδαποί στα Ιωάννινα για υπόθεση ναρκωτικών

Συνελήφθησαν χθες (22-4-2024) το απόγευμα στα Ιωάννινα από αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Ιωαννίνων τρεις ημεδαποί (2 άνδρες και γυναίκα), σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε κακουργηματικού χαρακτήρα δικογραφία για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών.

Ως προς το χρονικό της υπόθεσης, οι αστυνομικοί, στο πλαίσιο αξιοποίησης πληροφοριών, εντόπισαν και συνέλαβαν τους δύο ημεδαπούς, ηλικίας 45 και 24 ετών, αφού όπως προέκυψε, λίγο νωρίτερα ο 24χρονος είχε προμηθεύσει τον 45χρονο με μικροποσότητα κοκαΐνης.

Στην κατοχή τους καθώς και σε έρευνες που ακολούθησαν τόσο στα σπίτια τους όσο και στο σπίτι της ημεδαπής, όπου φιλοξενείται ο 24χρονος, βρέθηκαν συνολικά και κατασχέθηκαν:

  • 8,02 γραμμάρια κοκαΐνης,

  • μικροποσότητα ηρωίνης,

  • μικροποσότητα ακατέργαστης κάνναβης,

  • 3 ναρκωτικά χάπια,

  • 2 ηλεκτρονικές ζυγαριές ακριβείας,

  • χρηματικό ποσό -90- ευρώ και

  • κινητό τηλέφωνο.

Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων.

Λάκκα Σούλι 1821. Η μάχη στου Ντάρα (σημερινή Ελιά).











Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης


Οι ιστορικοί πολλές φορές παραλείπουν ή αποσιωπούν γεγονότα που καθόρισαν εν τέλει εξελίξεις. Στην περίπτωση του Σουλίου αποσιωπάται το γεγονός ότι επαναστάτησε από τον Δεκέμβρη του 1820. Έγγραφα και καταγραφές της εποχής εκείνης μιλάνε ξεκάθαρα για τούτο. 

Επίσης δεν αναφέρονται μάχες, που έλαβαν χώρα και καθόρισαν την πορεία της επανάστασης.

Τις παραλείψεις αυτές τις βλέπουμε μόνο στην τοπική βιβλιογραφία της Λάκκας Σουλίου. 

Παρατίθενται μερικές από αυτές. 

Τα χωριά της περιοχής δεν ησυχάζουν όλα αυτά τα χρόνια. Το 1820 ο Σπύρος Κονόμος από τα Λέλοβα, μετά από κρυφή συμφωνία, που είχε γίνει μεταξύ Αλή και Σουλιωτών εναντίον του Πασόμπεη Χουρσίτ, με αρκετή δύναμη αγωνιστών αιφνιδίασε και εξολόθρευσε την Τουρκική φρουρά του «Ταμπουριού» σε ένα στενό του τότε δρόμου Πρέβεζας-Ιωαννίνων (Λάμ. Μάλαμα: «Η Ήπειρος στο ‘21», Λαϊκή Βιβλιοθήκη, 1971).

Στις αρχές του Ιανουαρίου 1821 «πήγε στο Σούλι (ο Αλέξης Νούτσος) και ανταμώθηκε με τον Καπετάνιο Νότην Μπότσαρην και εκεί απόκλεισαν τον δρόμον της Άρτας και αρμάτωσαν όλην την Λάκκαν την μεγάλην ως τα Λέλοβα και το Γεφύρι της Πάσαινας και Γκαντζάν του Λούρου και την μικράν Λάκκαν την μισήν…» (Ιστορία της πόλεως των Ιωαννίνων», εισ. Άγγ. Παπακώστα, κεφ. Δ΄).

Όπως έγραψε ο Νέστορας των Σουλιωτών Ζώης Πάνου, αγωνιστής ο ίδιος (Β. Κραψίτη: «Ζώης Πάνου», εκδ. «Φίλοι του Σουλίου», 1973, σελ. 81), κατά τον Φεβρουάριο του 1821 «έπειτα από τους πολέμους (Τζαρίτζανα, Πλέσια), έγινε σύναξι εις τους Βαριάδες ομού με τους συμμάχους δια να σκεφθούν περί των συμφερόντων τροφών και αποφάσισαν να περιοδεύσουν έν μέρος των Σουλιωτών προς τα μέρη του Λιολιόβου δια να κυριεύσουν όλα, εκείνα τα χωρία όπου επαριθμούνται δώδεκα μικρά και μεγάλα. Ήτον και 5 αποθήκαι με 4 χιλιάδες φορτώματα αραποσίτι. Ήτον εις Λέλοβα ο Ταχήρης Παπούλιας με 350 Τζάμηδες. Ήτον σταλμένος και ο Μητροπολίτης Άρτης Πορφύριος με έν φόρτωμα φλωρία, μαχμουδιέδες δια να διεγείρη ούλα αυτά τα χωρία εναντίον των Σουλιωτών. Αλλά οι λεβέντες Σουλιώται δεν του έδωσαν καιρόν και ούτως διακόσιοι τον αριθμόν κινήθησαν κατ’εκείνο το μέρος.



Ο μεν Μάρκος Μπότζαρης μαθών ότι οι Κρανιώτες δεν εδέχθησαν τα όσα οι Σουλιώται τους επρόβαλλαν δια να ενωθούν, δια νυχτός, εισέβη εις το χωρίον Κρανιά και το εκυρίευσεν. Οι δε εγκάτοικοι μη ημπορώντας δια το αιφνίδιον να αντισταθούν έστρεξαν κατά την υπόσχεσιν των Σουλιωτών. Αφήσας εκεί φρουράν περίλαβεν και τα άρματα της Κρανιάς. Κυρίευσεν και το χωρίον Καντζά, όστις δια την θέσιν αναγκαιούσε των Σουλιωτών. Το χωρίον Καντζάς, επειδή είναι το κλειδί της Πρέβεζας και Λάμαρι, και ούτως εις αυτό ενδυναμώθη και έκοψεν την ανταπόκρισιν οπού είχαν οι Τούρκοι του Λολόβου. Ο μεν Ζώης Πάνου και Βασίλειος Ζέρβας δια νυχτός εις το χωρίον Νάσαρι, πήγαν εις του παπά το σπίτι. Ο παπάς μην ηξεύροντας ότι οι Σουλιώται ήτον, άνοιξεν την θύραν, εισέβησαν οι Καπεταναίοι μέσα, και διέταξαν την παπαδιάν να εισέρχεται εις όλα τα σπίτια του χωριού, βροντώντας την πόρταν. Ακούοντας την φωνήν της παπαδιάς άνοιγον οι νοικοκυραίοι και ούτως επουδράριζαν από δέκα στρατιώται εις κάθε οσπίτιον και ούτω κυρίευσαν την ίδια νύχτα 4 χωρία με την ίδιαν τέχνην. Έκλειναν την κεφαλήν οι εγκάτοικοι. Από το άλλο μέρος ο καπετάν Φώτος-Παναγιώτης ηύρικεν αντίστασιν εις το χωρίον Παπαδάτες. Άναψεν ο πόλεμος, ο Ζώης Πάνος, με τον Βασίλειον Ζέρβαν έδραμον προς βοήθειαν και δια του ποταμού εισέβησαν από το άλλο μέρος. Εις το χωρίον Παπαδάτες υποχρέωσαν τους εγκατοίκους να κλινουν εις τα ζητήματα των Σουλιωτών και εις αυτό το χωρίον έγινε πάραυτα συνέλευσις απ’όλα τα χωρία του Λιολιόβου, εξόν τα Λέλοβα. Εις αυτήν την συνέλευσιν ο Ζώης Πάνου ευχαρίστησεν τους συναθροισθέντες με ορθόν λόγον και μην γνωρίζοντάς τον πολλοί ηρώτησαν τον Νότην Μπότσαρην ποίος ήτο ο άνδρας. Τους διηγήθη ο Νότης την πολυχρόνιον διατριβήν του Ζώη εις την Ευρώπην και το πώς ήτον πατριώτης γνήσιος. Αμέσως εστάλθησαν εις τον Αλή-Πασιάν γράμματα, επιβεβαιούσαν τα κατορθώματα και τας υποσχέσεις οπού εδόθησαν εις τα χωρία του Λολόβου και ο Αλή-Πασιάς τα έστρεξεν και τα αποκήρωσεν. Την αυτήν ημέραν έδραμον προς τα Λέλοβα και το δειλινόν με ορμήν οι Σουλιώται εισέβησαν εις το μεγάλον χωρίον Λέλοβα. Υποχρέωσαν τους Τούρκους και σφαλίστηκαν εις πέντε πύργους. Ο πόλεμος εξακολουθούσεν. Πολιόρκησαν τους Τούρκους στενά. Έφθασεν και ενταυτώ ο Γιωργάκης Δράκος με έν άλλο μικρόν σώμα Σουλιωτών. Έβαλαν το πύρ εις τας πόρτας του πύργου. Υποχρέωσαν τους εσώκλειστους τα μεσάνυχτα και παρεδόθησαν εις την διάκρισιν των Σουλιωτών. Εις αυτόν τον πύργον επέτυχεν να ήτον και ο αδελφός του αρχηγού Ταχήρ αγά Παπούλια. 

Εμήνυσαν με έναν Τούρκον εις τον αγάν ότι εάν παραδοθή, όχι μόνον τους αφήνουν ελέυθερους να φύγουν με τα άρματά τους, αλλά ήθελαν αφήσει ομοίως και τον αδελφόν του με τους υπό την οδηγίαν του Τούρκους όπου παραδόθησαν εις την διάκρισιν των Σουλιωτών. Ούτως ο αγάς έκλινεν και το ταχύ τους εσυντρόφευσα έως τον Καντζά. Απ’εκεί απέρασαν δια την Πρέβεζαν.

Ο Ζώης έτρεξεν να φθάση τον Πορφύριον δεσπότην, αλλά δε τον επρόφθασεν. Ο δεσπότης ως γραμματισμένος προνόησεν το γεγονός και ανεχώρησεν με ταχύτητα με όλον το χρυσάφι και εσώθη εις την Άρταν. Η αναχώρησίς του έγινε προτού εισέβουν οι Σουλιώται εις το χωρίον. Ρώτησαν τον Ζώην μετά ταύτα εάν ήθελεν πιάσει τον Πορφύριον τι θα τον έκαμεν. Αυτός απεκρίθη ούτως: «Το χρυσάφι έμελλεν να χρησιμέψη δια την πατρίδα. Τον δεσπότην ήθελα μεν τον κάμει Πατριάρχην, επειδή και ο Σουλτάνος θανάτωσεν τον Γρηγόριον». Αυτό μαθών ο Άρτης Πορφύριος επήρεν μετά ταύτα διαφορετικα μέτρα και ανεχώρησεν από τους Τούρκους και απέρασεν εις το Μεσολόγγιον.

Οι Σουλιώται αφού κυρίευσαν τα Λέλοβα και όλα τα χωρία, επήραν και τας αποθήκας, ως ανωτέρω είπαμεν. Προβλέφθησαν από ψωμί, αλλά ήταν στενά από πολεμοφόδια. Τα δε πολεμοφόδια τα προβλέπονταν με πολύν κίνδυνον. Έστελναν εις Ιωάννινα δια νυχτός. Μετά την κυρίευσιν του Λιολιόβου εξαπλώθησαν οι Σουλιώται έως τον Ίναχον ποταμόν, και εις όσα μέρη απερνούσε ο ποταμός (σημ. Λούρος) οι Σουλιώται έβαλον στρατιώτας και εφύλαττον τας θέσεις εις τον Άγιον Γεώργιον, εις το γεφύρι της Πάσαινας, εις την Φιλιπιάδαν και εις το Μαντζαούσι.

Ο Ζώης με τον Μάρκον Μπότσαρην, 60 Σουλιώτες και 300 από την Λάκκαν Λιολόβου έδωσαν μάχην με τους Τούρκους στην Στρεβίναν. Ο Μάρκος ανεχώρησεν και πήγε εις Μιλιγγούς στο στρατόπεδο των συμμάχων και παρευρισκόμενος εκεί ομού με τον Γεώργιον Δράκον τα δε στρατεύματα των Σουλιωτών εξαπλώθησαν τριγύρου του κράτους των και με τας αποκτήσεις έγινεν το κράτος τους πέντε ημερών περιφέρεια.

Εις τους Μελιγγούς ήταν, ως είπαμεν, ο Μάρκος Δράκος και οι αγάδες βαστούσαν την Μανωλιάσσα, θεριακίσι, το μικρόν φρούριον Βαριάδες. Εκεί είχον και νοσοκομείον δια τους πληγωμένους. Εις τον Άγιον Γεώργιον και εις την Βαθειάν, εις το Γεφύρι της Πάσαινας, ήτον ο Καπετάν Πήλιος Γούσης και Κίντζος Πανταζής. Εις την Φιλιππιάδαν ήτον ο Γέρο-Ζώης και Καπετάν Φώτος-Παναγιώτης. Αναχωρώντας του Φώτου-Παναγιώτη ήλθον μέρος των Τζαβελλαίων. Εις το Λευτεροχώρι ήτον ο Πάνος Διαμάντης και ένας Τούρκος, Σουλεϊμάν Μέτος ονόματι, ο πρώτος οπού ενώθη με τους Σουλιώτας και έγινεν σύμμαχος. Εις το Ματζαούσι ήτον ο Λάμπρος Βέικος, εις τον Καντζάν ήτον ο Νότης Μπότζαρης, Λάμπρος Κασμάς, Βασίλειος Ζέρβας και Φώτος Παναγιώτης. Τούτοι ήτον ούλοι».



Η επανάσταση, επομένως, του 1821 άρχισε στην περιοχή πολύ πριν τον Μάρτιο και μάλιστα οι Σουλιώτες και Παρασουλιώτες ήταν οι πρώτοι Έλληνες που ξεσηκώθηκαν.

Την Άνοιξη του 1821 οι Σουλιώτες πολιόρκησαν τα Λέλοβα, που υπερασπίζονταν ο Σουλεϊμάν πασάς. Σε βοήθειά του ο Χουρσίτ είχε στείλει τον πασά Άρτας, Χασάν Βεργή Βρυώνη, με 2.000 Τουρκαλβανούς. Ο Μάρκος Μπότσαρης τους πολιόρκησε για 12-13 ημέρες και τους ανάγκασε να αποχωρήσουν μόνο με τον οπλισμό τους, αφήνοντας πολεμοφόδια και τρόφιμα. Τον Απρίλιο ο Μάρκος με τον Πούλιο Δράκο χτύπησαν 500 Τούρκους του Ισμαήλ πασά, στη θέση Μπογόρτσα, βόρεια του Νάσσιαρη (εφ. «Άσσος»).

«H μάχη διεξήχθη εντός του ομώνυμου οικισμού (Μπογόριτσα) την 18-4-1821, από την 10η πρωινή ώρα έως την 3η απογευματινή. Καθ’όλην την διάρκειά της έβρεχε καταρακτωδώς. Οι Τουρκαλβανοί εγκατέλειψαν το χωριό αφήνοντας πίσω τους 50 νεκρούς και περισσότερους τραυματίες, ενώ οι Σουλιώτες είχαν 11 νεκρούς και 27 τραυματίες…» (Σπυράκος Θεόφιλος, ό.π.π. σελ. 249).

Στις 7-4-1821 ο Χασάν πασάς της Άρτας εισήλθε κατά λάθος με δύο μπέηδες εις την Λάκκαν, αλλά τόσο πολύ κυνηγήθηκε από τους Σουλιώτες ώστε αναγκάστηκε να καταφύγει στην Άρτα για να μη συλληφθεί. Πολλοί στρατιώτες του έπεσαν αιχμάλωτοι στους νικητές, μαζί και δύο μπέηδες, ο ένας εκ των οποίων πληγωμένος έτυχε περίθαλψης από χειρουργό, που όρισαν οι Σουλιώτες. Πολλά λάφυρα, μουλάρια, ζωοτροφές και πολεμοφόδια πήραν οι Σουλιώτες. Η επιτυχία άνοιξε πάλι την Αρτινή και τη Γιαννιώτικη Λάκκα στην ελευθερία (Κ. Δ. Στεργιόπουλου: «Μνήμη Σουλίου», τ. Β΄, σελ. 156,1973).

Αυτές τις ημέρες (άνοιξη του 1821) Τούρκοι στρατιώτες αποκλείστηκαν μέσα στο χωριό Ντάρανη και πολιορκήθηκαν από τους Σουλιώτες. Τα παρακάτω αναφέρονται στο βιβλίο «Άπομνημονεύματα Σουλιώτου αγωνιστού του 1821 Σ. Τζίπη», (εκδ. Δωδώνη, επιμ. Άγγελου Παπακώστα, σελ. 58):



«Μάχη του Ντάρανη

Εις τους πρώτους πολέμους (της επανάστασης) οι Ρωμιοί δεν ήσαν όλοι σύμφωνοι. Άλλοι ήσαν με μας, άλλοι καθώς οι Λακκιώτες είχαν μείνει με τον Αλή Πασά. Όντας όμως ένοιωσαν ότι ο Τούρκος τους απατούσε, επειδή δεν τους έκανε ότι τους είχε υποσχεθή και τους έκανε μάλιστα να υποφέρουνε χίλια κακά, εβαρεθήκανε, εφύγανε απ’αυτόν, επροσκύνησαν και ήλθαν με μας. Οι Τούρκοι όταν τώμαθαν σκυλιά εγινήκανε και έστειλαν να χαλάσουν όλα τα χωριά που είχαν ενωθή με μας. Εις το Ντάρανη, χωριό της Λάκκας του Μπότσαρη, εβήκανε εκατό Τούρκοι της καβαλλαρίας, για να το χαλάσουν, οι κάτοικοι είχαν φύγει (είχαν ανέβει στο Σούλι). Ημείς αγκαλά είμαστε εξήντα άνδρες και όχι περισσότεροι ετρέξαμε άμα το εμάθαμε, επιάσαμε όλα τα πατήματα και τους εκλείσαμε μέσα, εις τρόπον οπού δεν μπορούσε κανείς να ξεμουτρήση. Είχαμε καπετάνιους τον Μάρκο Μπότσαρη και τον Γιωργάκη Δράκο. Οι Τούρκοι αργά το κατάλαβαν, οπού δεν μπορούσαν να φύγουν και έμειναν μέσα κλεισμένοι, ήσυχοι, με το στανιό, προσμένοντας να τους πάγη βοήθεια απόξω. Τουφεκιές δεν έπεφταν, ούτε από τη μια μεριά, ούτε από την άλλη. Ήτο Μάιος μήνας. Εκοιμόμαστε χωρίς κάπες, ξέσκεποι. Τους εφυλάγαμε νύκτα-μέρα. Οι Τούρκοι έμειναν κλεισμένοι στο Ντάρανι δεκαπέντε μέρες και αυτοί ξέρουνε τι απεράσανε! Υποχρεωθήκανε να φάνε τα άλογά τους, οπού και αυτά από την πείναν ψοφούσαν. Όταν είδαν ότι δεν τους έμενε καμία ελπίδα να ελευθερωθούν εσυνθηκολογήσανε, επροσκύνησαν και τους αφήσαμε να βγούν ελεύθεροι με τα όπλα των. Όταν εμβήκαμε στο χωριό είδαμε την ελεεινότητά τους. Τι δεν θ’ απέρασαν! Τα χαλινάρια, οι σέλλες, όλα τα πήραμε, δικά μας έμειναν, γιατί υποχρεωθήκανε να τα αφήσουν εις τα χέρια μας, όταν κακήν κακώς αναχωρήσανε.


Είμαστε ακόμα μέσα στο χωριό, όταν μας έγραψαν από τα «Τσιερίτσαινα», να πάμε να πιάσουμε δέκα Τούρκους οπού είχαν βγή εις τους αγρούς να μαζώξουν τα δέκατα. Άλλο δεν γυρεύαμε και μείς. Επήγαμε, τους ευρήκαμε και τους επιάσαμε όλους…».

Ασφαλώς το αναφερόμενο χωριό Ντάρανη, είναι του Ντάρα Λάκκας Σουλίου και μακρύτερα. Εκ παραδρομής γράφτηκε ως Ντάρανη και Ντάρανι, ακόμη περισσότερο εφ’όσον ο Σ. Τζίπης αφηγούνταν τα περιστατικά και κατέγραφε ο Δούσμανης. Αλλά και σε άλλα χωριά την εποχή εκείνη το χωριό Ντάρα λέγονταν και Ντάρανη. Με την τελευταία ονομασία διασώζεται στο δημοτικό τραγούδι «Δεν φταίει η μαύρη Λάκκα», που χορεύεται στο καγκελάρι του χωριού Κουκλέσι (Χρ. Σκανδάλη: «Το Κουκλέσι», 1996, σελ. 119).

Τον Οκτώβρη του 1821 ένα μέρος των Σουλιωτών και Παρασουλιωτών πολιορκούσε την Άρτα και ένα άλλο είχε μείνει φρουρά στα απελευθερωμένα μέρη, Σούλι και «μέσα» και «έξω» Λάκκες, όπως ονομάζει ο Χρ. Περραιβός τη Μικρή και Μεγάλη Λάκκα Σουλίου αντίστοιχα («Πρεβεζάνικα Χρονικά», τχ.33, σελ.32).

Στις 17-1-1822, ημέρα Τρίτη, οι Τούρκοι σκότωσαν τον Αλή Πασά και ο Χουρσίτ έστειλε φιρμάνι να παραδοθούν οι Σουλιώτες. Αυτοί αρνήθηκαν και εκείνος έστειλε 15.000 στρατιώτες εναντίον τους.

Στις 14 Μαρτίου πέρασαν ξύλινες γέφυρες (λεσιές) στη Φιλιπιάδα, που φύλαγαν οι Νότης Μπότσαρης και Νικ. Τζαβέλλας με λίγους άνδρες. Μετά 12ωρη μάχη στον Άγ. Ιωάννη Ρωμιάς, οι Σουλιώτες υποχώρησαν, αλλά με το να καθυστερήσουν τους Τούρκους, έδωσαν την ευκαιρία στους Λακκιώτες να ανέβουν στο Σούλι όπως έκαναν πάντα. Πήραν τα υπάρχοντά τους, τα φόρτωσαν στα ζώα και στις γυναίκες τους και μαζί με τα κοπάδια τους κλείστηκαν στο Σούλι, 6.000 άνθρωποι και 30.000 γιδοπρόβατα. Τους δέχτηκαν οι Σουλιώτες με προθυμία, τους φιλοξένησαν, τους δώσανε πρωτεία. Με γράμμα τους, ζήτησαν στις 10 Μαίου τροφές και πολεμοφόδια από την Ελληνική Κυβέρνηση. Η διαμονή ανθρώπων και ζώων έγινε τόσο δυσχερής στο στενό και πετρώδη τόπο του Σουλίου, ώστε άρχισαν να αποδεκατίζονται από τις αρρώστιες και την πείνα.

Οι Τούρκοι εισέβαλλαν στη Λάκκα και κατέκαψαν τα χωριά , εκτός λίγων οικιών και εκκλησιών. Ίσως τότε έκαψαν τον Άγ. Αθανάσιο Ντάρας και τον ξανάχτισαν οι Νταρανίτες το 1850.

Στις 2 Ιουνίου έκαναν δεύτερη αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον του Σουλίου. Στις 31 Αυγούστου φυγαδεύτηκαν τα γυναικόπαιδα και στις 2 Σεπτεμβρίου υπογράφτηκε συμφωνία και αναχώρησαν και οι άντρες («Αληθ. Σουλιώτες», ό.π.π., σελ. 467)

Οι Λακκιώτες πήραν αμνηστεία και επέστρεψαν εξαθλιωμένοι στα κατεστραμμένα χωριά τους. Πριν γυρίσουν, κατά το διάστημα που έλειπαν στο Σούλι, ο Σουλτάνος είχε εθνικοποιήσει τα χωριά, κάνοντάς τα Ιμλιάκια. Αγνόησε δηλαδή την κατάσταση που ήταν πριν γίνουν τσιφλίκια του Αλή. Τα ιμλιάκια ή καφέ γαίες νοικιάζονταν στους καλλιεργητές με τους ίδιους όρους, όπως οι ιδιωτικές γαίες, με τη διαφορά ότι εδώ ο Σουλτάνος έπαιρνε τη θέση του ιδιοκτήτη και εισέπραττε πέρα του 1/10 και τα 3/10 της συγκομιδής στη θέση του ενοικίου («Ιστορία της Πρέβεζας», Α΄Διεθνές Επιστ. Συνέδριο, Πρέβεζα 1993, σελ. 128).

Έτσι οι Νταρανίτες και οι άλλοι κοντοχωριανοί τους, βρήκαν νέο καθεστώς δουλείας στο χωριό όπως:

-Έπαψαν να ανήκουν στο ταμείο της Βαλιδέ Σουλτάνας.

-Η γη περιήλθε ως προς την ψιλή κυριότητα στο Τουρκικό δημόσιο και μόνο η νομή και η επικαρπία στους κατοίκους.

-Αναγνωρίστηκε το παλαιό καθεστώς αμέσου φορολογίας του Αλή με μικρές παραλλαγές.

-Χαρακτηρίστηκαν σαν κτήματα του Τουρκικού δημοσίου, όλα τα ιδιοποιηθέντα από τον Αλή βοσκοτόπια.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Αθ. Δ. Στράτη “Ντάρα Λάκκας Σουλίου, Ιστορία”, 2008)

Αναβίωση του εθίμου του "Καγκελάρη" από τον Σύλλογο Ηπειρωτών Θριασίου Πεδίου.


Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Εγκατέλειψαν την Αθήνα για να γίνουν κτηνοτρόφοι στο χωριό

Νέοι στο Χωριό: Η Απίστευτη Ιστορία του Κώστα και της Άννας που Άλλαξαν Ζωή.

Σε ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, το Γολέμι Ναυπακτίας, με μόλις 4-5 κατοίκους, ζει ένα όνειρο. Ο Κώστας και η Άννα, δύο νέοι άνθρωποι που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αθήνα, άφησαν πίσω τους τους ρυθμούς της μεγαλούπολης για να αγκαλιάσουν μια ήρεμη ζωή στην ύπαιθρο.

Η απόφαση δεν ήταν εύκολη. Η Αθήνα, με τα φώτα της, τις ευκαιρίες και την έντονη νυχτερινή ζωή, αποτελούσε γνώριμο τοπίο για τον Κώστα. Η Άννα, αν και προσαρμοσμένη στην αστική ζωή, δεν ένιωθε ποτέ πραγματικά "σπίτι" της.

Και οι δύο, όμως, κουράστηκαν από το άγχος και την πίεση της καθημερινότητας. Ονειρεύτηκαν μια ζωή πιο απλή, πιο αυθεντική, πιο συνδεδεμένη με τη φύση.

Έτσι, βρέθηκαν στο Γολέμι. Εκεί, σε ένα σπίτι με θέα τα βουνά, ξεκίνησαν να χτίζουν το όνειρό τους. Δημιούργησαν έναν κήπο γεμάτο με λαχανικά και λουλούδια, και απέκτησαν ζώα: κότες, κουνέλια, γίδες και πρόβατα.
Η φροντίδα των ζώων και η καλλιέργεια της γης έγιναν η καθημερινότητά τους. Ο Κώστας, αν και του λείπει η νυχτερινή ζωή της Αθήνας, βρίσκει γαλήνη στην ησυχία του χωριού και στην επαφή με τα ζώα. Η Άννα, από την άλλη, με αγάπη της για τη φύση και την επιθυμία της για μια πιο ήρεμη ζωή βρίσκουν πλήρη ικανοποίηση στο Γολέμι.
Το όραμά τους, όμως, δεν σταματάει εδώ. Ονειρεύονται να δημιουργήσουν μια μεγάλη φάρμα, ανοιχτή στο κοινό, όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να έρχονται σε επαφή με τη φύση, να γνωρίζουν τα ζώα και να απολαμβάνουν αγνά προϊόντα.
Η πρόσβαση στο Γολέμι, ειδικά το χειμώνα με τις δύσκολες καιρικές συνθήκες, αποτελεί πρόκληση. Ο δρόμος είναι κακός και η μετακίνηση στην κοντινή πόλη χρονοβόρα.
Παρά τις δυσκολίες, όμως, ο Κώστας και η Άννα παραμένουν αισιόδοξοι. Η αγάπη τους για το Γολέμι, η θέλησή τους για δουλειά και η πίστη στο όνειρό τους αποτελούν τα δυνατά τους όπλα.
Η ιστορία τους αποτελεί μια αχτίδα ελπίδας για την αναζωογόνηση της υπαίθρου. Η επιμονή και η αφοσίωσή τους ίσως εμπνεύσουν και άλλους νέους ανθρώπους να ακολουθήσουν το δικό τους όνειρο, μακριά από τα φώτα της πόλης, στην αγκαλιά της φύσης.

Παραγωγή: Greek Village Life


Ο Δήμος Ζηρού καλεί τους πολίτες σε Κοπή χόρτων και καθαρισμό οικοπέδων εν όψει της Αντιπυρικής περιόδου

Ο Δήμος Ζηρού με αφορμή και την έναρξη της αντιπυρικής περιόδου από 1η Μαΐου 2024 καλεί τους συμπολίτες να προβούν άμεσα στον καθαρισμό των οικοπέδων τους που βρίσκονται εντός του οικισμού από ξερά χόρτα, βάτα και άλλα εύφλεκτα υλικά λόγω κινδύνου πυρκαγιάς.

Οι υπόχρεοι οφείλουν να μεριμνούν για την ασφαλή συλλογή και μεταφορά όλων των υπολειμμάτων καθαρισμού. Απαγορεύεται η εγκατάλειψη, απόρριψη ή ανεξέλεγκτη διαχείρισή τους. Ο Δήμος υποχρεούται να διενεργεί ελέγχους – αυτοψίες, ενώ στους παραβάτες επιβάλλεται πρόστιμο 50 λεπτών ανά τετραγωνικό μέτρο με ελάχιστο ποσό τα 200 ευρώ, ενώ θα χρεώνεται και η δαπάνη αυτεπάγγελτου καθαρισμού ακαθάριστου οικοπέδου, κατά προτεραιότητα, βάσει κινδύνου. Επίσης ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 264 & 265 περί εμπρησμού και παραβίασης προληπτικών μέτρων).

Ειδικά για τους περιφραγμένους χώρους σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των υπόχρεων ο Δήμος θα παρεμβαίνει προς άρση του κινδύνου με αυτεπάγγελτο καθαρισμό κατόπιν αιτήματος προς την Πυροσβεστική Υπηρεσία για την διενέργεια αυτοψίας για την βεβαίωση τυχόν συνδρομής υψηλού κινδύνου πρόκλησης ή ταχείας επέκτασης πυρκαγιάς. Οι υπόχρεοι δύναται να ενημερώνουν τον Δήμο, με έγγραφη δήλωση ή κάθε πρόσφορο μέσο μετά την ολοκλήρωση του αρχικού καθαρισμού, καθώς και της συντήρησης καθ’ όλη την διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ από 1 Μάϊου έως 31 Οκτωβρίου κάθε έτους κάθε έτους, ιδιαίτερα σε ημέρες που ο δείκτης επικινδυνότητας σύμφωνα με τον Χάρτη Πρόβλεψης Κινδύνου Πυρκαγιάς της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας είναι 4 (πολύ υψηλός κίνδυνος) και 5 (κατάσταση συναγερμού), αλλά και όταν ο δείκτης είναι χαμηλότερος σε κρίσιμες περιοχές και ευαίσθητα δασικά οικοσυστήματα, κάθε εργασία που μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά.

Τέλος, καλούνται οι ιδιοκτήτες ή εκμεταλλευτές παρόδιων ακινήτων (οικόπεδα και αγροτεμάχια) να προβούν ΑΜΕΣΑ στην κοπή κλαδιών δέντρων ή θάμνων που εξέχουν στο οδικό δίκτυο, γιατί παρεμποδίζουν τη διέλευση πυροσβεστικών οχημάτων σε περίπτωση πυρκαγιάς, τις εργασίες συντήρησης του οδικού δικτύου και γενικότερα την ασφάλεια των συγκοινωνιών.

Η πιστή τήρηση των ανωτέρω είναι απαραίτητη για την ασφάλεια και την προστασία όλων μας.

Παράλληλα, ο Δήμος Ζηρού υπενθυμίζει πως από την 1η Μαΐου απαγορεύεται για οποιοδήποτε λόγο το άναμμα φωτιάς, σε διαφορετική περίπτωση κινούνται οι προβλεπόμενες από το Νόμο διαδικασίες.

Κυκλοφόρησε η εφημερίδα (φύλλο 97) "Χαιρετήματα", των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου.

 Όσοι ενδιαφέρεστε και θέλετε να σας στέλνετε , μπορείτε να  επικοινωνήσετε με το σύλλογο  στο  τηλέφωνο 210524077,
ή στο email της xairetimata@gmail.com.

 Καλή Λαμπρή.
Το ΔΣ της Αδελφότητας.

Το υφαντό σακούλι του τσοπάνη και του αγρότη…

Εικόνα: υφαντό σακούλι καθημερινής χρήσης.

Φωτο: Μ. Αγγέλη

Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη

Σακούλι: Αντικείμενο καθημερινής χρήσης για αγρότες και κτηνοτρόφους. Είναι μικρός σάκος από μάλλινο ύφασμα σε διάφορα χρώματα, συνήθως μαύρο και κόκκινο. Κρεμιέται από πλεχτό σχοινί που στερεώνεται στα δυο άκρα του στομίου και ονομάζεται σακουλόσκοινο, «σακλόσκοινο» στο ξηρομερίτικο ιδίωμα. Μέσα στο σακούλι μετέφεραν  οι τσοπάνηδες και oι αγρότες το ψωμί και τα λιτά τρόφιμα, τυρί, ντομάτες, κρεμμύδια κ.ά. Οι τσοπάνηδες επιπλέον μετέφεραν τον τυρολόγο1 με το τυρί, τα πρυοβολικά2 για το άναμμα φωτιάς, την καπνοσακούλα για κάπνισμα, το σουγιά, ένα μικρό χατζάρι, εργαλεία για πελέκημα ξύλων κ.ά. Διατηρώ στη μνήμη μου το σακούλι του τσοπάνη πατέρα κάποια καλοκαίρια. Τότε που το κατέβαζε από τον ώμο του, όταν επέστρεφε από τη βόσκηση, και έβγαζε από μέσα μερικά σύκα ή αχλάδια, «απίδια». Ήταν  ευχάριστη έκπληξη για μας τα παιδιά …

Η ύφανση του υφάσματος για την κατασκευή των σακουλιών γινόταν στον αργαλειό από τις γυναίκες... Υπήρχαν «πρόχειρα» και «καλά» σακούλια. Τα πρόχειρα με τον καιρό έχαναν το σχήμα και την ομορφιά τους, φθείρονταν και ξεχείλωναν, «σακούλιαζαν», όπως λέγανε. Γι’ αυτό μεταφορικά, όταν ένα φόρεμα από την πολλή χρήση χάνει τη φόρμα του και την καλή εφαρμογή του λένε: «σακούλιασε»! Τα καλά σακούλια χρησίμευαν για την αγορά προϊόντων στο κοντινό εμπορικό κέντρο. Ήταν σαν τσάντες της εποχής για ψώνια. Από την καλή ύφανσή τους διακρινόταν η νοικοκυροσύνη της γυναίκας. Γι’ αυτό η κάθε νοικοκυρά φρόντιζε να έχει περιποιημένα και καθαρά σακούλια.

Η Πανωραία, ξηρομερίτισσα γυναίκα, αφηγείται σχετικά: «Μια γυναίκα έγνεθε το μαλλί «κατεβατό», στριφτό κι αυτό, σαν την κάπα. Το στιμόνι τώρα δεν θυμάμαι, αν ήτανε μάλλινο ή ευρωπαϊκό το ’λεγαμε τότε. Γράψτο βαμπακερό. Το υφάδι ήταν μάλλινο. Το βάφανε κόκκινο και μαύρο. Και το σακλόσκοινο το ’πλεκαν τελευταία αυτό σαν πλεξίδα. Μισό κόκκινο μισό μαύρο και το ’πλεκαν. Στον αργαλειό κανόνιζανε οι γυναίκες τι φάρδος θα δώσνε. Το ίδιο και στα σακιά που πάηναμε στο μύλο τότε.

Μοναχά ο τσοπάνος είχε; Όλοι. Και στην πόλη πάηναμε με το σακούλι. Πού να τα ’βαναμε τα πράματα; «Πάρε και σακούλι», έλεγε η μάνα μ’ τ’ πατέρα μ,’ να μας φέρεις τα πράματα. Έπρεπε νάχεις το καλύτερο σακούλι, το καλύτερο σακί!

Το νοικοκυριό του το ’δειχνε ο καθένας ανάλογα με αυτό που κράταγε. Από μοναχή τ’ς η νοικοκυρά ήθελε να ’χει καθαρά σακιά να στείλει στο μύλο, να βάλει τ’ αλεύρι. Το ίδιο και σακούλια.

Χάλαγε το σακούλι; Ακόμα και για το βελανίδι το ’βαναμε εκεί. Μάζωναμε βελανίδι στο σακούλι μας. Τι λες παιδί μ’.

Μας σήκωνε η μάνα μ’ 3 η ώρα με το λυχνάρ,’ με τις βελόνες να πλέξουμε φανέλες και τσουράπια. Εγώ είχα φκιάξει με βελόνες φουστάνι μάλλινο. Πολύ ωραίο. Τσουράπια των ανδρών και δικά μας. Πού να ’βρισκαμε κάλτσες;

Κάπου έχω ακόμα ένα σακούλι. Είχα σακούλια προίκα. Το ’60 είχε ξυπνήσει ο κόσμος. Η δεκαετία του ’40 με ’50 ήτανε πολλή φτώχεια ο κόσμος. Όποιος είχε ζωντανά ήτανε ζωντανός. Δεν είχανε πίτουρα ο κόσμος να φκιάσνε…».

Η προφορική αφήγηση που «ακούσαμε» αναφέρεται στην κατασκευή, στη χρήση και τη σημασία του σακουλιού στην αγροτική κοινωνία…

1.Τυρολόγος

 Μικρός σάκος από δέρμα μικρού κατσικιού ή αρνιού. Γινόταν ειδική επεξεργασία από τον τσοπάνη για να το χρησιμοποιήσει για το τυρί του. Το τυρί και το ψωμί αποτελούσαν την καθημερινή διατροφή του κατά τη βόσκηση του κοπαδιού. Μόνο το βράδυ έτρωγε μαγειρεμένο φαγητό που του έφερνε η γυναίκα του.

2.Πρυοβολικά

Τα πρυοβολικά του τσοπάνη: πρυόβολος, ίσκα, στουρνάρι. Αυτά τα πρωτόγονα μέσα τα χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι για το άναμμα φωτιάς μέχρι και το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα… Μετά τα πρυοβόλια εκτοπίστηκαν.(Βλέπετε: Μ. Αγγέλη, «Ο πυροβόλος του Καζαντζάκη και ο πρυόβολος  του Πατέρα…», https://xiromeronews.blogspot.com/2020/04/blog-post_10.html).

Παροιμία: «Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι». Η πολύ γνωστή παροιμία αναφέρεται στην αποταμίευση που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος. 


Θα κλείσω με τους στίχους του Νάνου Βαλαωρίτη:

ΣΕ ΤΙ ΧΡΗΣΙΜΕΥΟΥΝ ΤΑ ΒΕΓΓΑΛΙΚΑ

Σε τι χρησιμεύουν οι ηδονές αφού τελειώνουν;

                            Έχω μια σκέψη που τη φυλάω σ’ ένα σακούλι

-Φασούλι το φασούλι

Γεμίζει το σακούλι, δε λένε;[…]


 
Μαρία Ν. Αγγέλη

Δεκάδες χωριά της Ηπείρου με λιγότερους από 30 κατοίκους.. Ποια έχουν μηδενικό αριθμό!

Τρία χωριά της Ηπείρου εμφανίζονται με μηδενικό αριθμό κατοίκων, αρκετά με μονοψήφιο και ακόμη περισσότερα με λιγότερους από 30 κατοίκους.

Η συρρίκνωση του πληθυσμού, ειδικά πέραν των αστικών κέντρων, είχε αποτυπωθεί στα στοιχεία της απογραφής που διεξήχθη και ολοκληρώθηκε μετ’ εμποδίων.

Η ερήμωση των χωριών αποτυπώνεται πλήρως στα αναλυτικά στοιχεία που δημοσίευσε  η Στατιστική για το σύνολο των κοινοτήτων της χώρας.

Το Epriuspost επεξεργάστηκε τα στοιχεία για τον πληθυσμό των χωριών της Ηπείρου και παρουσιάζει αυτά με λιγότερους των τριάντα κατοίκους.

Στα όρια του Δήμου Ιωαννιτών η Κοινότητα Σπόθων εμφανίζεται με μηδενικούς κατοίκους.

Στο Δήμο Βορείων Τζουμέρκων, στη Δημοτική Ενότητα Τζουμέρκων ο Κέδρος έχει μόλις 24 κατοίκους.

Στο Δήμο Δωδώνης, η Δραγοψά έχει 23 κατοίκους και το Ασπροχώρι 26.

Στο Δήμο Ζαγορίου, η Αγία Παρασκευή στο Ανατολικό Ζαγόρι εμφανίζεται με μηδενικό αριθμό κατοίκων, ενώ το Δίλοφο έχει 13, η Καλουτά 16, η Μανασσή 26, ο Καστανώνας 15, το Βραδέτο 22 και το Καπέσοβο 30.

Στο Δήμο Ζίτσας και στη Δημοτική Ενότητα Εκάλης οι Βατατάδες έχουν μόλις εννέα κατοίκους, στη Δημοτική Ενότητα Ευρυμενών η Κοινότητα Κοκκινόχωμα έχει 11 κατοίκους, το Ράικο μόλις οκτώ, στη Δημοτική Ενότητα Μολοσσών η Γρανιτσοπούλα έχει 29 κατοίκους και το Φωτεινό 16.

Στο Δήμο Κόνιτσας και στη Δημοτική Ενότητα Κόνιτσας, η Αγία Βαρβάρα έχει 11 μόνιμους κατοίκους, ο Αμάραντος 21, το Γανναδιό 20, η Εξοχή 24, η Μελισσόπετρα 23, η Μόλιστα 15, το Μοναστήρι πέντε, ο Νικάνορας 25 και ο Πύργος 27. Στη Δημοτική Ενότητα Μαστοροχωρίων το Ασημοχώρι έχει 16 κατοίκους, η Πλαγιά 30 και οι Χιονάδες 20.

  1. Στο Δήμο Πωγωνίου και στη Δημοτική Ενότητα Καλπακίου, το Μαυροβούνι έχει μόλις 19 μόνιμους κατοίκους, στη Δημοτική Ενότητα Άνω Πωγωνίου  ο Κακόλακκος έχει δέκα κατοίκους, στη Δημοτική Ενότητα Δελβινακίου το Αργυροχώρι έχει δέκα κατοίκους, οι Ποντικάτες 27 και το Φαράγγι 12.

Στο Δήμο Άρτας και στη Δημοτική Ενότητα Ξηροβουνίου, το χωριό της Φανερωμένης είναι αυτό με τους λιγότερους κατοίκους καθώς είναι μόλις 21.

Στο Δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη αν και ορεινός δεν υπάρχουν χωριά με διψήφιο αριθμό κατοίκων ενώ στο Δήμο Κεντρικών Τζουμέρκων κανένα χωριό δεν έχει λιγότερους από πενήντα κατοίκους.

Σε τριψήφιους αριθμούς διατηρείται ο πληθυσμός και στα περισσότερα χωριά του Δήμου Νικολάου Σκουφά.

Στο Δήμο Ηγουμενίτσας και στη Δημοτική Ενότητα Ηγουμενίτσας, η Κρυόβρυση εμφανίζεται με έναν μόλις μόνιμο κάτοικο, ενώ στη Δημοτική Ενότητα Παραποτάμου ο Γεροπλάτανος έχει 29 κατοίκους και η Δρίμιτσα 14.

Στο Δήμο Σουλίου και στη Δημοτική Ενότητα Παραμυθιάς, η Αγία Κυριακή έχει 17 κατοίκους, η Ελαταριά μόλις τέσσερις και η Σαλονίκη 20.

Με μηδενικούς μόνιμους κατοίκους εμφανίζεται το χωριό Αναβρυτό στη Δημοτική Ενότητα Φιλιατών του Δήμου Φιλιατών. Στην ίδια δημοτική ενότητα, η Κοινότητα Βαβουρίου έχει 15 κατοίκους, το Γαρδίκι 28, το Κερασοχώρι 29, το Κεφαλοχώρι 26, το Κουρεμάδι έχει οκτώ κατοίκους, το Κρυονέρι 11, η Λίστα 22 κατοίκους, η Μηλέα 10, ο Παλαμπάς 16, ο Πλάτανος επτά, η Φανερωμένη με 19 και η Χαραυγή 26.

Στο Δήμο Πρέβεζας, στη Δημοτική Ενότητα Λούρου, το Τρίκαστρο είναι το χωριό με μόλις 11 μόνιμους κατοίκους.

Στο Δήμο Πάργας, στη Δημοτική Ενότητα Φαναρίου, η Άνω Σκαφιδωτή έχει έξι μόνιμους κατοίκους και  η Κορυφούλα 30.

Στο Δήμο Ζηρού δεν καταγράφονται χωριά με τόσο χαμηλό πληθυσμό.

https://www.epiruspost.gr/